μαψαῦραι

μαψαῦραι
μαψαῦραι
random breezes
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαψαύραι — μαψαῡραι, ῶν, αἱ (Α) 1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση 2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» κενές καυχησιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β… …   Dictionary of Greek

  • μαψαύραις — μαψαύ̱ραις , μαψαῦραι random breezes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψαύρας — μαψαύ̱ρᾱς , μαψαῦραι random breezes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”